“Το αύριο χωρίς το χθες δεν υπάρχει” – ποίημα από την κ. Δήμητρα Τόσκα – Κοντού

Έβαλαν μάλλον σκοπό

να  εξοντώσουν το λαό

θα βοηθήσει ο Θεός

γιατί είναι πιο Δυνατός.

Όλος ο πλανήτης

έλαβε τα μέτρα

σαν να ’ναι κυβερνήτης

πετάει μια μαύρη πέτρα.

 

Πολλές μεγάλες χώρες

απέκτησαν και γιο

αυτόν τον υιοθέτησαν

τον κορωνοϊό.

 

Είναι η εκδίκηση

από το περιβάλλον

φωνάζουν τα φυτά

μα δεν ακούμε μάλλον.

 

Όλα τα καλά

τα έδωσε ο Θεός κάτω

και ’μείς οι ξεροκέφαλοι

θα φτάσουμε στον πάτο.

 

Κοιτάζουμε να φτάσουμε

πάντα  πιο ψηλά

μα όμως τα προβλήματα

είναι στα χαμηλά.

 

Η ξεροκεφαλιά μας

φτάνει στο απροχώρητο

και θα περάσουμε άσχημα

αυτό είναι ασυγχώρητο.

 

Όλοι μας μικροί, μεγάλοι

σαν αγύριστο κεφάλι

νέοι, γέροι και παιδιά

ζούμε μέσα στην σκλαβιά.

 

Όλοι βγάζουμε παράπονο

ζούμε σε κόσμο άπονο

δεν είμαστε ευχαριστημένοι

ακόμη και ευτυχισμένοι.

 

Ας συνέλθουμε παιδιά

να ’μαστε όπως παλιά

με λίγα για να ζήσουμε

μπας και τα εκτιμήσουμε.

 

Φτάσαμε να πάμε

όλοι σε ψυχολόγο

έτσι, για να βρισκόμαστε

χωρίς κανένα λόγο.

 

Εδώ που είσαι ήμουν

κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις

έλεγε η γιαγιά μου

μα εγώ ήμουν αντάρτης.

 

Παν Μέτρον Άριστον

έλεγαν οι παλιοί

εμείς όμως Αχάριστον

λέμε οι τρελοί.

 

Τους νόμους δε οι άνθρωποι

ποτέ δεν τους τηρούμε

και έτσι πολλά προβλήματα

μόνοι δημιουργούμε.

 

Ας γίνουμε μια μέρα

λίγο ρομαντικοί

και να περάσουμε όμορφα

με λίγη μουσική.

 

Έχουμε να κάνουμε

πράγματα πολλά

όμως απ’ το άγχος

κολλάνε τα μυαλά.

 

Οι γιαγιάδες κάποτε

ήταν όλες σοφές

γεμίζαν τα υπόγεια

φασόλια και φακές.

 

Οργώναν τα χωράφια τους

και φύτευαν πατάτες

τις πότιζαν, τις φρόντιζαν

κι ας πόναγαν οι πλάτες.

 

Είχανε και τα ζωάκια

προβατάκια, κατσικάκια.

Όλη μέρα τραγουδούσαν

στα βουνά που τριγυρνούσαν.

 

Φύτευαν και τα δεντράκια

πορτοκάλια, μηλαράκια

κερασάκια, αχλαδιάκια

μύγδαλα και φουντουκάκια.

 

Είχανε και τις ελιές.

ήταν μάλιστα πολλές

βάζανε και στο φαί

και δε μέναν νηστικοί.

 

Δούλευαν το καλοκαίρι

και γυρίζαν πολλά μέρη

σαν μυρμήγκια τα μαζεύαν

και ουδέποτε χαζεύαν.

 

Χρήματα ποτέ δεν είχαν

μα τα πλούτη τους τα είχαν

γιατί είχαν την υγειά τους

κι ανοιχτή ήταν η καρδιά τους.

 

Εμείς όμως μεσ’ την πόλη

πάντα με ένα πορτοφόλι

όλα αυτά θα τα ζητούμε

και χωρίς να κουραστούμε.

 

Σκάψιμο δεν θέλουμε

φύτεμα δεν ξέρουμε.

Πώς θα τα καταφέρουμε

ούτε εμείς το ξέρουμε.

 

Έτσι μάθαμε πριν χρόνια

τεμπελιά στην πολυθρόνα

γιατί ακούγαμε πολλά

κι είχαμε ανοιχτή αγκαλιά.

 

Είχαμε αλαζονεία

μάλλον όλη η κοινωνία

τώρα ας βάλουμε μυαλό

αυτό είναι το σωστό.

 

Ένα θαύμα να γινόταν

όλα να διορθωνόταν,

να ξυπνούσαμε μια μέρα

κι όλα να έχουν πάει πέρα.

 

Όνειρο ήταν και πάει

το κακό πια δεν γυρνάει

πίσω πια δεν θα κοιτάμε

πάντοτε μπροστά θα πάμε.

 

Όσο ζούμε ελπίζουμε

όλα τα γνωρίζουμε,

αύριο είναι μια άλλη μέρα

και πετάμε στον αέρα.

 

Τώρα που είμαστε στα σπίτια

στην φωλιά σαν τα σπουργίτια

μάλλον πρέπει να σκεφτούμε

στην ζωή να πορευθούμε.

 

Ο πόλεμος να πάει μακριά

για να ’μαστε κι εμείς καλά,

να πίνουμε σαν κότα το νερό

και να δοξάζουμε και το Θεό.

 

Ας προσευχηθούμε όλοι μαζί

μια αγκαλιά και μια ψυχή

να μας βοηθήσει η Παναγία

και να μας δώσει Ευλογία.

 

 

Σας το αφιερώνω με αγάπη!

Δήμητρα Τόσκα-Κοντού