Χρειαζόμαστε 80 δισ. ευρώ επενδύσεις για να επιστρέψουμε στο… 2010!

Η κινητοποίηση σημαντικών εγχώριων και ξένων χρηματοοικονομικών και παραγωγικών πόρων για επενδύσεις στην εγχώρια οικονομία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επίτευξη βιώσιμης και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, αναφέρει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank, στη μελέτη που υπογράφουν οι κ.κ. Νικόλαος Καραμούζης, Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος και Δρ. Τάσος Αναστασάτος. Εκτιμάται ότι, η χώρα χρειάζεται γύρω στα €80 δισ καθαρών επενδύσεων (μετά από αποσβέσεις και διακλαδικές μετακινήσεις) σε σταθερές τιμές 2010 μόνο και μόνο για να επιστρέψει στα επίπεδα του 2010. Όλα αυτά όταν η ελληνική οικονομία για το 2017-2018 κατέγραψε ακόμη πιο αδύναμη επίδοση, σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας, με τη θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη των πιο ανταγωνιστικών οικονομιών του κόσμου να υποχωρεί εκ νέου.

Η χώρα καταλαμβάνει την 87η θέση μεταξύ 137 χωρών, παγκοσμίως, σύμφωνα με την έκθεση Global Competitiveness Report 2017 – 2018 του World Economic Forum.
Όπως αναφέρει η Eurobank, δεδομένης της ανεπάρκειας των εγχώριων αποταμιευτικών πόρων (καθαρή αποταμίευση έντονα αρνητική στα -€16,9δις, αρνητική διαφορά -€74,7 δις μεταξύ δανείων και καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες), το επενδυτικό έλλειμμα μπορεί να καλυφθεί σε μεγάλο βαθμό κυρίως με μεγάλης κλίμακας εισροές επενδύσεων και κεφαλαίων από το εξωτερικό.

Η μελέτη αυτή προσδιορίζει και αναλύει δεκαπέντε (15) σημαντικούς παράγοντες που μπορεί να καταστήσουν την Ελλάδα ένα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ιδιαίτερα για τις άμεσες ξένες επενδύσεις και άλλες εισροές ξένων κεφαλαίων. Ωστόσο, αναλύεται επίσης μια σειρά σημαντικών ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να επιδράσουν βλαπτικά στο εγχώριο επενδυτικό και οικονομικό περιβάλλον.

Παράδειγμα, η ταχύτητα υλοποίησης των συμφωνηθέντων με τους πιστωτές, η πλήρης ανάληψη της «ιδιοκτησίας» στην εφαρμογή των κατάλληλων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από τις αρχές άσκησης οικονομικής πολιτικής και η διαμόρφωση αποτελεσματικής φορολογικής πολιτικής, θα καθορίσουν εάν οι παράγοντες αυτοί θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη ή ως επιταχυντές για την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού.

Παρά τη σημαντική μακροοικονομική προσαρμογή, σημαντικές προκλήσεις παραμένουν

Από την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας διάσωσης με τους επίσημους πιστωτές (Μάιος 2010) και εντεύθεν, η Ελλάδα έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο: έχει εξαλείψει τα δίδυμα ελλείμματα του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, έχει ανακτήσει την απώλεια ανταγωνιστικότητας μισθολογικού κόστους και έχει εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο θεσμικό πλαίσιο και στις εγχώριες αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών. Ωστόσο, αυτή η πρόοδος είχε υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος, ιδίως σε όρους απώλειας ΑΕΠ και θέσεων εργασίας, μετατρέποντας αυτό που αρχικά ξεκίνησε ως δημοσιονομική κρίση σε μια πρωτόγνωρη οικονομική και τραπεζική κρίση.

Επιπλέον, παρά τις πρόσφατες σαφείς ενδείξεις σταθεροποίησης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας και επιστροφής σε αναπτυξιακή τροχιά, η επενδυτική δαπάνη παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, η επίδοση των εξαγωγών, παρά την πρόσφατη βελτίωση, υστερεί σε σχέση με άλλες οικονομίες της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ και η χώρα πρέπει ακόμη να διανύσει σημαντική απόσταση στην πορεία για την αποκατάσταση συνθηκών οικονομικής κανονικότητας, πλήρους πρόσβασης στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και ανάκτησης της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής.

Η επιτελεσθείσα δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή δεν έχει ακόμα οδηγήσει σε άνθιση των επενδύσεων και σε πλήρη ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση εξόδου της χώρας από την κρίση. Δεν έχουμε δηλαδή κατορθώσει ακόμα να διαμορφώσουμε μια σύγχρονη, ανταγωνιστική, εξωστρεφή, ελκυστική και ανοικτή οικονομία αγοράς σε στέρεες βάσεις, με σύγχρονους θεσμούς και νομοθετικό πλαίσιο, που θα αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς και θα προσελκύει σταθερά το εγχώριο και διεθνές παραγωγικό και επενδυτικό ενδιαφέρον.

Τρία χρήσιμα συμπεράσματα από την εμπειρία των τελευταίων ετών. Η χαμένη ευκαιρία της προηγούμενης δεκαετίας

Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε σειρά σημαντικών παραγόντων που δυνητικά εξηγούν το πρωτοφανές βάθος και τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, από το μέγεθος των αρχικών μακροοικονομικών ανισορροπιών που έπρεπε να διορθωθούν, έως τα λάθη που έγιναν στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των προγραμμάτων προσαρμογής. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν τρία αναπόφευκτα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την εμπειρία των τελευταίων ετών.

Πρώτον, οι ρίζες της κρίσης εντοπίζονται στο υπόδειγμα ανάπτυξης το οποίο ακολουθήθηκε την περίοδο πριν από την κρίση και μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, το οποίο βασίστηκε κυρίως στην κατανάλωση (η ιδιωτική κατανάλωση προσέγγισε το 74% του ΑΕΠ το 2009, το υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη) και την επένδυση σε οικιστικά ακίνητα. Το μοντέλο αυτό τροφοδοτήθηκε κυρίως από τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, τη φθηνή χρηματοδότηση της χώρας από το εξωτερικό, μισθολογικές αυξήσεις που υπερέβαιναν σημαντικά τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, καθώς επίσης και την άνευ προηγουμένου εγχώρια πιστωτική επέκταση που κατέγραψε διψήφιους ρυθμούς ανόδου κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.

Την περίοδο αυτή, η χώρα δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί την αξιοπιστία και τις συνθήκες μακροοικονομικής σταθερότητας που δημιούργησε η συμμετοχή της στην ΟΝΕ, έτσι ώστε να μετασχηματίσει και να εκσυγχρονίσει το εγχώριο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο και τις οικονομικές και παραγωγικές δομές.

Επιπροσθέτως, δεν διοχέτευσε σε ικανό βαθμό την τεράστια χρηματοδότηση που άντλησε από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ και τις διεθνείς κεφαλαιαγορές με χαμηλό κόστος στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας της, ούτως ώστε να επιτύχει σημαντική αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και την εδραίωση συνθηκών βιώσιμης και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, την προηγούμενη δεκαετία η Ελλάδα ζούσε με δανεικά πέρα από τις δυνατότητές της και έχασε μια πολύτιμη ευκαιρία για τη δημιουργία μιας σύγχρονης και ανταγωνιστικής οικονομίας.

Δεύτερον, η χώρα δεν ανέλαβε πλήρως τη συνεπή υλοποίηση των συμφωνηθέντων με τους πιστωτές και την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων, επιδεικνύοντας πολλές φορές καθυστέρηση και ολιγωρία, με αποτέλεσμα να τρωθεί η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και η εμπιστοσύνη των αγορών, εξέλιξη που συνέβαλε στη μεγέθυνση της κρίσης και στην καθυστέρηση εξόδου από αυτή.

Τρίτον, είναι πλέον αδιαμφισβήτητο ότι, μια διατηρήσιμη και ισχυρή οικονομική ανάκαμψη που δημιουργεί σταθερά θέσεις εργασίας και βασίζεται κυρίως στην ισχυρή ανάκαμψη των επενδύσεων και των εξαγωγών, είναι η μόνη «θεραπεία» για την επούλωση των πληγών που προκλήθηκαν από τη δεκαετή ύφεση, η οποία εξαφάνισε το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας, αφήνοντας άνεργο τον μισό νεανικό πληθυσμό της και εξαναγκάζοντας σχεδόν έναν στους είκοσι Έλληνες να αναζητήσουν ευκαιρίες απασχόλησης στο εξωτερικό.

Διαμορφώνοντας μια νέα πορεία αναπτυξιακής προοπτικής. Το ζήτημα της αξιοπιστίας

Το τελευταίο σφοδρό επεισόδιο της ελληνικής κρίσης στα μέσα του 2015 οδήγησε στην υπογραφή μιας νέας (3ης) συμφωνίας διάσωσης με τους πιστωτές, τον Αύγουστο του 2015. Από τότε, η ολοκλήρωση των δύο πρώτων αξιολογήσεων του προγράμματος, αν και με καθυστερήσεις, άνοιξε το δρόμο για τη σταδιακή εξομάλυνση του εγχώριου οικονομικού κλίματος και εξασφάλισε επαρκή χρηματοδότηση για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων του Κράτους. Δεδομένου ότι η χώρα έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο εξόδου από το ευρώ, η βασική πρόκληση της οικονομικής πολιτικής που πρέπει να αντιμετωπιστεί με πειστικό τρόπο είναι πώς θα τεθεί η εγχώρια οικονομία σε μια υγιή και ισχυρή πορεία ανάπτυξης και συνεπώς, πώς θα γίνει τόπος ελκυστικός για σημαντικές εγχώριες και ξένες επενδύσεις.

Αναμφισβήτητα, απαιτείται πρόσθετη προσπάθεια για τη συνεπή υλοποίηση των συμφωνηθέντων με τους εταίρους και τη δημιουργία μιας κρίσιμης μάζας μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που θα ήταν ικανή να απελευθερώσει το σημαντικό αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας. Μία τέτοια προσπάθεια θα πρέπει να πείσει τις διεθνείς αγορές για την ειλικρίνεια της πρόθεσής μας να απελευθερώσουμε την οικονομία από τα δεσμά και τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και για τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας μας.
Παρά την αξιοσημείωτη μακροοικονομική προσαρμογή και το μεγάλο αριθμό διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν επιτελεσθεί έως σήμερα, σημαντικό παραμένει το έλλειμμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης στην εξασκούμενη οικονομική πολιτική και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.

Μεταξύ άλλων, το έλλειμμα αυτό αποτυπώνεται τόσο στην έως τώρα αδυναμία της εγχώριας επενδυτικής δραστηριότητας να επιδείξει πειστικά σημάδια ανάκαμψης μετά την τεράστια αποεπένδυση που έλαβε χώρα την περίοδο της κρίσης, όσο και στις τρέχουσες τιμές των κινητών χρηματοοικονομικών αξιών (π.χ. κυβερνητικά ομόλογα και μετοχές) που συνεχίζουν να τιμολογούν σημαντικά υψηλότερα περιθώρια «κινδύνου χώρας» σε σχέση με αυτά σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης που επίσης επλήγησαν σημαντικά από τη διεθνή κρίση και αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν προγράμματα προσαρμογής.

Υπό την προϋπόθεση ανάληψης υψηλότερου βαθμού «ιδιοκτησίας» των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμίσεων, μεγαλύτερης προσήλωσης στην προσπάθεια απαγκίστρωσης της οικονομίας από τις παθογένειες του παρελθόντος και υλοποίησης ενός πιο βιώσιμου και εξωστρεφούς προτύπου ανάπτυξης, με άνθιση των επενδύσεων και των εξαγωγών, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι που ενισχύουν την άποψη ότι η Ελλάδα μετασχηματίζεται σταδιακά σε μια αναδυόμενη ευκαιρία για εγχώριους και ξένους επενδυτές, με μεσοπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα.