Εφημερίδα “Στη Διαπασών” – Ο Γιάννης Καλαβριανός μας μιλάει για το «Γιοι και κόρες», το Θέατρο και… την αναζήτηση της ευτυχίας!

Καθώς «πρωτοσυναντήσαμε» το Γιάννη Καλαβριανό μέσα από το «Γιοι και κόρες», θελήσαμε να τον γνωρίσουμε και να μιλήσουμε μαζί του, κάτι που φυσικά δεν μας αρνήθηκε, καθώς είναι ένας ιδιαίτερα άμεσος και θετικός άνθρωπος, που σου εμπνέει οικειότητα και αισιοδοξία, ακόμη και όταν η συνέντευξη γίνεται μέσω… Skype!

Ο Γιάννης Καλαβριανός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974. Είναι απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής και του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, υποψήφιος διδάκτωρ του ίδιου Τμήματος και εκ των ιδρυτών της Εταιρείας Θεάτρου Sforaris.

Έχει εργαστεί ως γιατρός, ως ηθοποιός για έξι χρόνια στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, ως βοηθός του Βασίλη Παπαβασιλείου και του Γιάννη Μόσχου, ενώ έχει σκηνοθετήσει πλήθος παραστάσεων, με τελευταία, φέτος το χειμώνα, «Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη» (σε δική του μετάφραση και διασκευή) στο ΚΘΒΕ. Για το έργο του «Γιοι και κόρες», το οποίο έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Ισπανικά και τα Βοσνιακά, τιμήθηκε με το «Βραβείο Κουν Καλύτερου Θεατρικού Έργου 2013-2014», το «International Prize Il Teatro Nudo, di Teresa Pomodoro, Milan 2014-2015» και το «Βραβείο Νίκος Ζακόπουλος 2014».

Παρ’ όλο που σπουδάσατε Ιατρική, πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το Θέατρο;

Δεν ήταν τόσο περίεργο, όσο ακούγεται… Δηλαδή, πάρα πολλοί άνθρωποι έχουμε σπουδάσει άλλα πράγματα και μετά στην πορεία σπουδάσαμε και κάτι άλλο… Επίσης, να πω ότι δεν ασχολήθηκα απλά με το θέατρο, σπούδασα και θέατρο. Μετά τα χρόνια της Ιατρικής, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, οπότε σπούδασα άλλα πέντε χρόνια εκεί. Θέλω να πω πως δεν προέκυψε απλά, ένας γιατρός που πάει και κάνει μια παράσταση, προηγήθηκαν σπουδές. Έχω πολλούς φίλους γιατρούς, που κάνουν άλλα πράγματα τώρα και πολλούς φίλους που έκαναν σπουδές θεάτρου και κάνουν άλλα πράγματα. Είμαστε πολύ μικροί όταν αποφασίζουμε τι θα σπουδάσουμε και πολλές φορές στη ζωή βρίσκουμε άλλα ενδιαφέροντα στην πορεία. Εγώ όταν ήμουν 18 δεν είχα ανακαλύψει ακόμα το θέατρο. Μετά με τα χρόνια, πήγα σ’ ένα εργαστήρι υποκριτικής, όπου πήγαινε μια φίλη μου και τη ρωτούσα, και απλώς καταλάβαινα ότι περνάω ωραία. Μου έπαιρνε όλο το άγχος της ημέρας. Επίσης, εγώ ντρεπόμουν πάρα πολύ και με το θέατρο άρχισε αυτό το πράγμα να μου φεύγει. Έτσι, αφού μου άρεσε, λέω, ‘δεν το ψάχνω λίγο παραπάνω’; Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβω είχα περάσει στον άλλο χώρο. Για ένα διάστημα το πήγαινα παράλληλα με την Ιατρική και ύστερα έμεινε μόνο το θέατρο.

Από πού αντλείτε την έμπνευσή σας;

Η έμπνευση δεν είναι κάτι γενικό, είναι κάθε φορά τι σου προκαλεί το ενδιαφέρον να ασχοληθείς. Δεν είναι κάτι θεωρητικό, κάθεσαι και ξαφνικά σε χτυπάει ένας κεραυνός και έχεις έμπνευση. Βλέπεις, παρατηρείς, υπάρχουν κάποια πράγματα που σε ενδιαφέρουν και τα σημειώνεις. Με το «Γιοι και κόρες», για παράδειγμα, η ιδέα ξεκίνησε όταν πέθανε ο παππούς μου, που ζούσαμε μακριά. Και τότε συνειδητοποίησα ότι πολλά πράγματα από τη ζωή του δεν θα τα μάθαινα ποτέ. Αυτό το βρίσκω φοβερό, να σου πούνε οι παππούδες μια ιστορία. Γιατί τους βλέπεις παππούδες και νομίζεις ότι ήταν πάντα έτσι.

Πώς προέκυψε ο τίτλος «Γιοι και κόρες»;

Ψάχναμε κάτι που να το έχουμε όλοι. Στην αρχή λέγαμε «Παππούδες και γιαγιάδες», αλλά παππούδες και γιαγιάδες δεν θα γίνουν όλοι, κάποιοι άνθρωποι δεν θα κάνουν παιδιά, δεν θα έχουν εγγόνια, κι έτσι είπαμε ότι γιοι και κόρες είμαστε όλοι, άσχετα με το αν θα κάνουμε παιδιά, όλοι έχουμε υπάρξει γιοι και κόρες, κι έτσι επιλέξαμε κάτι που να μας ενώνει.

Με πιο κριτήριο διαλέξατε αυτές τις ιστορίες για τη θεατρική παράσταση από τις 85 που συλλέξατε στο σύνολο;

Όλες αυτές οι ιστορίες είναι αληθινές. Σε μερικές ιστορίες, ενώ παρουσιάζουμε μία, είναι στην πραγματικότητα κομματάκια από πολλές. Διαλέξαμε από τις ιστορίες που αφορούσαν το ίδιο θέμα την πιο στιβαρή και μέσα σε αυτή βάλαμε αποσπάσματα από άλλες. Το κριτήριο ήταν κατ’ αρχάς να μπορούμε να τη δουλέψουμε. Άλλες ιστορίες είναι αυτούσιες. Επίσης, από όλες αυτές τις ιστορίες είδαμε αυτές που να μπορούν να μεταφερθούν στη σκηνή. Σε μερικές ιστορίες για παράδειγμα, υπήρχαν και πρακτικά ζητήματα. Επίσης, το ζητούμενο δεν ήταν να μεταφερθεί η ιστορία έτσι όπως ήταν, γιατί δεν θέλαμε να «φωτογραφίσουμε» τους ανθρώπους. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια συνισταμένη συμπτώσεων, δηλαδή αν ξανακάναμε την παράσταση τώρα μπορεί να διαλέγαμε άλλες ιστορίες.

Θα θέλατε να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο;

Ο κινηματογράφος, όπως και η τηλεόραση, παρ’ ότι φτιάχνονται από τους ίδιους ανθρώπους, ίδιοι ηθοποιοί είναι που παίζουν σε όλα, είναι τελείως διαφορετική η διαδικασία, η τεχνική, τα μέσα. Γι’ αυτό και οι σκηνοθέτες του θεάτρου σπάνια κάνουν κινηματογράφο και το αντίστροφο. Δηλαδή είναι μια άλλη δουλειά στην ουσία. Και στο εξωτερικό, συνήθως, είναι διαφορετικοί και οι ηθοποιοί και οι σχολές. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι λίγο πιο μεικτά… Και συνήθως ένας ηθοποιός που μπορεί να γίνει γνωστός από μια ταινία, μετά κάνει και θέατρο, πολύ συχνά με ολέθρια αποτελέσματα, άλλες φορές με καλύτερα… (γέλια). Θέλω να πω, πως είναι τελείως διαφορετική δουλειά και τη δουλειά του κινηματογράφου εγώ δεν την ξέρω, δηλαδή δεν ξέρω να γράψω ένα σενάριο για τον κινηματογράφο.

Και ο αγαπημένος σας σκηνοθέτης ποιος θα μπορούσατε να πείτε ότι είναι;

Δεν είναι ένας, είναι πολλοί άνθρωποι που έχουν ενδιαφέρον, που τους παρακολουθείς… Ας πούμε, ο σκηνοθέτης, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, που είναι ουσιαστικά ένας διανοούμενος, ένας άνθρωπος εξαιρετικά καλλιεργημένος, που εμένα μου αρέσουν πάρα πολύ οι παραστάσεις του. Και ο Λευτέρης Βογιατζής, που πέθανε πριν μερικά χρόνια, θεωρείται ότι είναι από αυτούς που έκαναν μεγάλες τομές στο ελληνικό θέατρο. Στο σινεμά, αλλάζουν συχνότερα, γενικά το σινεμά έχει μια ταχύτητα… Μου άρεσε παλιά ο Tarantino πολύ, ο Almodóvar. Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να παρακολουθώ και το ελληνικό σινεμά, που μερικές φορές έχει πολύ ωραίες ταινίες, αλλά όλα αλλάζουν.

Ετοιμάζετε κάτι αυτήν την περίοδο;

Κάνουμε πρόβες για μια μουσική παράσταση που θα γίνει στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου στην Αθήνα. Θα κάνουμε αυτήν την παράσταση με τη Χριστίνα Μαξούρη. Θα είναι μια παράσταση με ρεμπέτικα τραγούδια, αλλά παιγμένα με όργανα μπαρόκ. Είναι μια μικρή ορχήστρα πέντε εγχόρδων, ένα κοντραμπάσο, ένα τσέλο, μια βιόλα και δύο βιολιά και θα παίξουμε αυτά τα ρεμπέτικα με ‘μπαρόκ ήχο’. Και γράφω και το κείμενο της επόμενης παράστασης, που θα γίνει του χρόνου τον Ιανουάριο. Είναι βασισμένη στη ζωή μιας Ισπανίδας βασίλισσας, της Ιωάννας, κόρη του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας (δύο ιστορικοί βασιλείς της Ισπανίας) που ο άντρας της Φίλιππος ο Ωραίος πεθαίνει και εκείνη δεν μπορεί να ξεπεράσει ποτέ το πένθος της. Και ο γιος της μαζί με έναν παπά τη βγάζουν τρελή, την κλειδώνουν σε έναν πύργο και της παίρνουν το βασίλειο. Και αυτή έχει μείνει στην ιστορία ως «Ιωάννα η Τρελή». Ουσιαστικά γράφω μια παράσταση πάνω στην ιστορία της απώλειας και το πώς μπορεί ένας άνθρωπος μετά από ένα τέτοιο συμβάν να προχωρήσει τη ζωή του ή να σταματήσει μετά από ένα τέτοιο τραύμα.. Ελπίζω να μην γίνει τόσο βαριά όσο την περιγράφω…

Στον τίτλο της παράστασης «Γιοι και κόρες» έχετε την επεξηγηματική φράση «μια παράσταση για την αναζήτηση της ευτυχίας». Εσείς, την έχετε βρει την ευτυχία;

Όχι βέβαια! Η ευτυχία δεν είναι μια κατάσταση διαρκείας, δηλαδή δεν είναι ένα μέρος όπου φτάνεις κάποια στιγμή και μετά ζεις εκεί και είναι όλα καλά. Ουσιαστικά είναι μικρές στιγμές, δηλαδή, είναι κομματάκια μέσα στο χρόνο που μπορεί να περνάς καλά. Το ζήτημα είναι μέσα σε όλα αυτά τα καθημερινά, τα δύσκολα που περνάμε, να υπάρχουν και μικρά νησάκια, που να αισθανόμαστε ωραία, κάτι που να μας κάνει να χαιρόμαστε. Συνήθως έρχεται από μικρά πράγματα, από εκεί που δεν το περιμένεις. Υπάρχουν ωραία πράγματα που σε κάνουν ευτυχισμένο και αν δεν υπάρχουν τα φτιάχνεις, τα ψάχνεις.

 

Εφημερίδα “Στη Διαπασών”

 Τη συνέντευξη πήραν

και οι πέντε ηθοποιοί της παράστασής μας.

Την απομαγνητοφώνηση έκανε

η Μυρτώ Τζόκα, Γ΄ Γυμνασίου