Συνέντευξη του Γιώργου Βέη στις Ζένια Ρούσσου και Νάντια Παππά

 

Την Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, 21 Μαρτίου 2017, ο ποιητής, κριτικός, διπλωμάτης Γιώργος Βέης ήταν καλεσμένος του Συλλόγου «Περί Βιβλίου» σε μια εξαιρετική εκδήλωση για την Ποίηση. Με την ευκαιρία αυτή, αλλά και τη μεσολάβηση της κ. Άννας Αφεντουλίδου και της κ. Σοφίας Πασσά είχαμε τη χαρά να τον υποδεχτούμε και στο σχολείο μας, να τον γνωρίσουμε από κοντά, να μιλήσουμε μαζί του για τη ζωή του, το έργο του, τα ταξίδια του, την ποίηση… Κι ενώ η συντακτική ομάδα είχε ετοιμάσει μερικές ερωτήσεις για τον καλεσμένο μας, η συζήτηση μαγνήτιζε όλο και περισσότερους και όλο και περισσότερες ερωτήσεις γεννιόντουσαν… Σας παραθέτουμε λοιπόν, ένα μέρος της απολαυστικότατης συζήτησης που είχαμε με αυτήν την αξιοθαύμαστη προσωπικότητα: τον κ. Γιώργο Βέη.

Από πού πήρατε την έμπνευσή σας να ξεκινήσετε να γράφετε ποιήματα;

Την πήρα από τους συμμαθητές μου, στο σχολείο. Ξεκίνησα να γράφω στη Γ΄ Δημοτικού. Αν το καταλαβαίνετε αυτό, καταλαβαίνετε τι μπορώ να έχω γράψει. Έχω γράψει για τα παιδιά, έγραφα για τους φίλους μου και αυτό που ήταν σημαντικό είναι ότι οι φίλοι μου μου έλεγαν να γράψω κι άλλα. Και γράφαμε ο ένας με τον άλλον για την παρέα. Έγραφα για να περνάμε καλά, τραγουδάκια,  ποιήματα που είχαν ομοιοκαταληξία, ρυθμό. Ήτανε, βέβαια, ξεπατικοτούρες,  λέξεις παλιές, δεν ξέρω αν υπάρχουν πια˙ αντίγραφα, δηλαδή, ποιημάτων που μας άρεσαν, της εποχής εκείνης, Δροσίνη, δηλαδή, Παλαμά κτλ. Αυτό που μου άρεσε όμως ήταν η συνέχεια, ότι υπήρχε μια ανάγκη να κάνουμε αυτά τα παιχνίδια. Και βέβαια κάναμε και απαγγελίες ερασιτεχνικές πέρα από τις εθνικές γιορτές. Επίσης, αυτό που είχε σημασία είναι ότι καταλάβαινα ότι η ποίηση δεν είναι κάτι ατομικό, ότι αφορούσε και κάποιον άλλο. Αργότερα, ξεκίνησα να γράφω ιστοριούλες και στη Δ΄ Δημοτικού η δασκάλα έβλεπε ένα παιδί που διάβαζε κάτι άλλο απ΄ το βιβλίο κι ήταν το τετράδιο με τα διηγήματα. Για καλή μου τύχη και καλή μας τύχη δεν μας επέβαλε καμία ποινή, αλλά είπε ‘να διαβάζετε τα διηγήματα του Γιώργου στο διάλειμμα ή στο σπίτι’ και μένα με παρότρυνε να γράφω. Δεν μας έριξε κανένα κεραυνό ότι κάναμε αταξία. Αυτά ήταν τα σπέρματα. Ήταν οι αρχές για να καταλάβω ότι είναι κάτι σημαντικό να γράφεις ποιήματα και διηγήματα. Ήμουν, δηλαδή, μικρούλης στη Δ΄ Δημοτικού και ήξερα ότι είχα ένα τετράδιο στο οποίο έγραφα. Κι αν έπαιρνα καλούς βαθμούς η μαμά μου μου έπαιρνε 100φυλλο τετράδιο για να γράφω τα διηγήματα και έχω ακόμα. Αυτά τα βιώματα για τον ποιητή είναι κατακλυσμικά, είναι σημαντικά, κοσμογονικά. Όσες βιογραφίες ποιητών διάβασα, οι παιδικές ηλικίες τους ήταν καθοριστικές για το μέλλον. Αν κάτι πήγαινε στραβά στο σπίτι ή στο σχολείο, εγώ δεν θα συνέχιζα, γιατί η ποίηση είναι κομμάτι της κοινωνίας και η κοινωνία κομμάτι της ποίησης. Καταλάβαινα, δηλαδή, το συλλογικό εκεί πέρα, στο σχολείο. Ήμουν τυχερός που είχα καλούς γονείς και καλούς δασκάλους. Είμαι το παιδί των δασκάλων μου επίσης. Και θέλω να πω πόσο τυχερές και τυχεροί είστε, κορίτσια και αγόρια εδώ, που έχετε δασκάλους που αγαπούν αυτό που κάνουν. Το βλέπω από την πρώτη στιγμή που ήρθα. Το σχολείο είναι και ποιητικό εδώ αν μου επιτρέπετε. Ποίηση και μουσική είναι αδέρφια, είναι αδερφές μούσες και συναγωνίστριες. Κατά τον Χέγκελ, η κορυφαία τέχνη του κόσμου είναι η ποίηση και τον διορθώνει ο μαθητής του και λέει, όχι, είναι η μουσική. Γιατί η μουσική δεν έχει ανάγκη από λέξεις καν. Η μουσική μεταδίδεται ελεύθερα χωρίς τα δεκανίκια ή τα φορεία των νοημάτων, που είναι καμιά φορά οι ταλαιπωρημένες λεξούλες, τραυματισμένες από τη χρήση. Γιατί ο ποιητής, έχει να κάνει αυτό, να καθαρίσει βρωμιές που έχουν οι λέξεις πάνω από τη χρήση. Τραύματα που έχουν υποστεί οι λέξεις. Ο ποιητής είναι γιατρός από μια άποψη, ενώ ο μουσικός έχει τις κλίμακες και δίνει το μήνυμα. Καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι να κάνετε μουσική.

Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν σας έχει επηρεάσει το γράψιμο κάποιου άλλου ποιητή και τι επιπτώσεις είχε αυτό σε σας. Αν άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο γράφετε.

Στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Γεννιούνται από επιδράσεις όλα τα πράγματα. Μέσα μας έχουμε τις φωνές των άλλων. Είμαστε τα βιβλία που έχουμε διαβάσει και συγκεκριμένα οι ποιητές και οι ποιήτριες που έχουμε διαβάσει. Φυσικά είμαστε επηρεασμένοι και έχουμε δύο επίπεδα επίδρασης. Της συνειδητής και της ασύνειδης. Στην ασύνειδη μπαίνει και η κρυπτομνησία. Είναι μια λέξη που τη δημιούργησε ένας συγγραφέας του περασμένου αιώνα. Είναι κάτι που διαβάζουμε και το έχουμε αποβάλει, αλλά αυτό υπάρχει μέσα μας και εμφανίζεται. Στο πρώτο επίπεδο με έχουν επηρεάσει όλοι οι μεγάλοι Έλληνες ποιητές: ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, κυρίως το δημοτικό τραγούδι, που με ακολουθεί έως τώρα. Υπάρχουν στιγμές που δεν το αντιλαμβάνομαι, αλλά γράφω με δεκαπεντασύλλαβο και τομή στον έβδομο στίχο. Και εγώ δεν ήθελα να γράψω με το δημοτικό τραγούδι την ώρα εκείνη ως δάσκαλο, βγαίνει όμως το δημοτικό, βγαίνει ο δεκαπεντασύλλαβος, ο εθνικός στίχος, ο δικός μας. Με έχει επηρεάσει επίσης η ξένη ποίηση, γιατί μικρός διάβαζα ξένες γλώσσες και είχα μεταφράσει ξένους ποιητές. Για να απαντήσω για τη δική μου συγκεκριμένη περίπτωση με επηρέασαν και Αμερικανοί της γενιάς του 60’, οι λεγόμενοι μπιτ ποιητές (beat generation), που μετέφρασα κιόλας. Παράλληλα και Γάλλοι, γιατί κάνοντας Γαλλικά διάβαζα και γαλλική ποίηση σιγά-σιγά στο σχολείο και όταν πήρα το πτυχίο των γαλλικών διάβαζα Jean Joubert, του οποίου μετά έγινα κι εγώ συνάδελφός, έγινα διπλωμάτης, όπως αυτός. Αργότερα με επηρέασαν και οι Κινέζοι. Αλλά η κυριότερη επίδραση για μένα ήταν η τρίτομη ανθολογία του Μιχάλη Περάνθη. Εγώ μπήκα στο δημοτικό το ’67 και βγήκα με το τέλος της δικτατορίας και τότε είχαμε περιορισμένα βιβλία, δεν μπορούσαμε να βρούμε εύκολα πολλούς ποιητές, υπήρχε μια λογοκρισία, αλλά ο Περάνθης ήταν γενικός και εκεί διάβασα πάρα πολλά ποιήματα. Μου έκανε εντύπωση ο Καββαδίας με τα ταξίδια του, καθώς πάντα ήθελα να ταξιδέψω κι εγώ. Ήταν ένας από τους ποιητές που με στιγμάτισαν. Ήθελα κι εγώ να ταξιδεύω, όπως και ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν ασυρματιστής -όπως ο Καββαδίας- πρώτα σε εμπορικό πλοίο και μετά σε πολεμικό και καθώς διάβαζα Καββαδία, μεγάλωνα μαζί μ’ αυτά τα ταξίδια. Και επρόκειτο η ποίηση του Καββαδία να είναι προφητική για μένα, γιατί πήγα στους ωκεανούς που πήγε κι αυτός. Με ώθησε να βγω απ’ το καβούκι της γειτονιάς. Με ώθησε να βγω στον κόσμο. Με βοήθησε να ξέρω ότι μπορείς να ζεις καλά και έτσι, ταξιδεύοντας δηλαδή. Δηλαδή η ποίηση έμπαινε στη ζωή του, ήταν πολύ σημαντικό αυτό. Αυτά δεν τα καταλάβαινα τότε όμως, ήταν τα ασύνειδα.

Εκτός από τους ποιητές σάς έχει επηρεάσει και η κουλτούρα των λαών στις διάφορες χώρες που μείνατε;

Με επηρέασε ο τρόπος των ποιητών των χωρών αυτών. Στην ποίηση -για την οποία είμαστε σήμερα εδώ- και όχι τόσο στην πεζογραφία, αυτό που με επηρέασε πολύ ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι ντόπιοι ποιητές δούλευαν. Πιο πολύ ένιωσα ένα διάλογο μαζί τους, γιατί εγώ

πήγα διαμορφωμένος, κάπως, εκεί, αλλά ο ποιητής είναι μια μάζα που πλάθεται συνέχεια˙ όσο στατικός είναι, τόσο κακός ποιητής είναι, όσο ανοιχτός είναι, προσπαθεί να αλλάζει. Ο μεγάλος μας ποιητής, ο Ελύτης, έκανε πάντοτε άλματα. Μέχρι που πέθανε άλλαζε τις μορφές. Προσπαθούσε να κάνει κάτι άλλο. Δεν έγραψε δυο ή τρία Άξιον Εστί, που θα μπορούσε, αλλά κάνει αλλαγές. Στη δική μου περίπτωση έπαιξε ρόλο η Ασία, όπου έχω δαπανήσει περίπου 10-12 χρόνια, δουλεύοντας και ζώντας εκεί, και μάλιστα γνώρισα από κοντά ποιητές, ιδίως της Κίνας. Είναι αναπόφευκτο να σε επηρεάσουν. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο ποιητής είναι μονόχορδος, μονολιθικός και από την αρχή μέχρι το τέλος της καριέρας του, της ζωής του, της ποιητικής του γραφής παραμένει ο ίδιος, όπου και να  πάει θα γράψει το ίδιο πράγμα. Και αυτό επίσης είναι μέσα στην ποίηση, εξαρτάται πάντα και στα μαθήματα που κάνετε και στη ζωή και στη σχέση των ανθρώπων και στην τέχνη, το αποτέλεσμα. Δεν μετράει η πρόθεση, δεν μετράει τίποτα άλλο παρά το χαρτί, το τυπωμένο βιβλίο. Η πρόθεση αν επηρεαστώ ή όχι είναι ύστερο. Τα πρώτο είναι να μπορώ να δουλέψω αυτά που έχω στο μυαλό μου. Να βγάλω κάτι που να είναι μουσικό, εναρμονισμένο με τους κανόνες της τέχνης που υπάρχουν.

Τι σημαίνει για σας να γράφετε ποίηση;

Είναι πολύ μεγάλο ερώτημα αυτό. Είναι θέμα ψυχοσωματικό. Γράφεις ποίηση, γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Εγώ πλέον γράφω ποιήματα που με διαλέγουν. Από μια στιγμή και μετά πολλοί ποιητές και ποιήτριες γίνονται φερέφωνα της ποίησης. Δηλαδή η ποίηση είναι μαζική, ολιστική. Μετά έρχεται ο κόσμος, δηλαδή, όπως ο μουσικός ή ο γλύπτης βλέπει 4-5 κυβικά μέτρα μαρμάρου και αμέσως νομίζει και ξέρει ότι εκεί υπάρχει η Αφροδίτη της Μήλου. Σε μένα τα ποιήματα έρχονται, όχι πολύ συχνά, αλλά όταν έρχονται πρέπει να τα γράψω. Δεν προλαβαίνω πάντα να αποδώσω αυτό που έχω μέσα μου, γιατί καμιά φορά είναι συμπυκνωμένο άμορφα και γράφοντάς το για να το ξεκαθαρίσω μπορεί να το χαλάσω. Μπορεί να μην μείνει τίποτα στο τέλος. Είναι μια διαδικασία ψυχική, είναι κάτι νευρώνες στον εγκέφαλο που παράγουν κάποια μηνύματα, κάποιους σπινθήρες και βλέπουν οι ποιητές, όπως κι εγώ, τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Είναι μια απόκλιση. Για να το αποδώσεις αυτό θέλει πολλή δουλειά, πολύ χρόνο και δεν τα καταφέρνω πάντα. Το ποίημα όμως ξανάρχεται, οπότε, όταν βρω χρόνο παίρνω τα μοτίβα που έχουν έρθει στο μυαλό μου και τα γράφω. Είναι ένας συνδυασμός έμπνευσης, δουλειάς και ενός Χ παράγοντα, που εγώ προσωπικά δεν μπορώ να τον ονομάσω διαφορετικά. Είναι μια έφοδος από το ασύνειδο και από το συλλογικό ασύνειδο. Είναι από τα πράγματα που υπάρχουν μέσα μας και τα κουβαλάμε από μνήμες προηγουμένων. Πολλές φορές γράφω για πράγματα που αφορούν άλλους και δεν τους ξέρω.

Έχει μελοποιηθεί κάποιο από τα ποιήματά σας;

Αρκετά. Υπάρχουν στο διαδίκτυο, μπορείτε να τα βρείτε. Το τελευταίο είναι το ‘’Οία, Σαντορίνη’’ και σε λίγο θα βγει ένα CD με 11 μελοποιημένα ποιήματα από τον κ. Θανάση Νικόπουλο.

Υπάρχουν κάποιες συμβουλές που θα μπορούσατε να δώσετε σε νέους ποιητές, συγγραφείς για το πώς να εκφράζονται;

Ναι, μπορώ να δώσω. Αυτές που μου έδωσαν. Η δική μου πολύ μικρή οδηγία είναι να διαβάζουμε τους κλασικούς ποιητές, να διαβάζουμε τους δασκάλους, γιατί οι δάσκαλοι έχουν το μέτρο.  Έχουν κατασταλάξει πράγματα που μπορούν να μας βοηθήσουν να ξεκινήσουμε μαζί τους. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας τι έχει γραφτεί στο χώρο ή σε δυο-τρεις λογοτεχνίες εθνικές, δηλαδή, Γαλλία, Αγγλία, Ελλάδα και να υπάρχει ένα μέτρο και βάσει αυτών των οδηγιών γραφής, οδηγιών πλεύσης να αρχίσει κανείς να βλέπει τα δικά του. Η δεύτερη οδηγία είναι να υπάρχει -κατά τη γνώμη μου-  πύκνωση και μουσική. Να υπάρχει, δηλαδή, μια αρμονία σε αυτό που γράφει κανείς και να είναι πυκνός ο λόγος, να μην είναι αναλυτικός. Όσο πιο αναλυτικός ο λόγος

γίνεται, τόσο πιο δύσκολα η ποίηση μαζεύεται εκεί μέσα. Η ποίηση είναι λάμψη, είναι σαν ένα κομμάτι που βγαίνει μέσα από ένα μεγάλο αριθμό πραγμάτων και ξεχωρίζει σαν διαμάντι, σαν χρυσάφι. Ο μεγαλύτερος ποιητής του 20ού αιώνα -κατά τη γνώμη πολλών- ο Ezra Pound, μία λέξη έδινε όταν τον ρωτούσαν νέοι ποιητές προς το τέλος του βίου του και αυτή η λέξη ήταν ένα ρήμα, “condensare”:  να πυκνώνει κανείς το λόγο του. Το τρίτο που θα μπορούσα να πω είναι να υπάρχει διάλογος με τους ποιητές. Δηλαδή, να μην είναι κανείς απομονωμένος και νιώθει ότι ανακάλυψε τον τροχό ή την πυρά. Θα πρέπει να υπάρχει μια ανταλλαγή, να υπάρχει μια επαφή με ποιητές για να ξέρει κανείς πώς πορεύεται. Το τέταρτο είναι να μην είναι κανείς αυτάρεσκος, φίλαυτος, αυτιστικός, εγωιστής και νάρκισσος, επειδή του έχει δώσει ο Θεός αυτό το χάρισμα. Πρέπει να είναι απλός, ταπεινός και έτοιμος να κάνει βήματα προς τα πέρα, να κάνει αλλαγές, να μη χαρεί που έφτασε κάπου και του είπαν οι κριτικοί ότι είναι καλός. Μια φίλη μου, η Δήμητρα Χριστοδούλου, λέει ότι πρέπει να το αφήσεις αυτό, να πετάξεις από το γραφείο όλα τα χαρτιά και να βάλεις καινούργια. Να προκαλέσεις τον εαυτό σου να γράψει κάτι καινούργιο.

Εσείς γράφετε περισσότερο όταν είστε χαρούμενος ή λυπημένος;

Ανήκω σ’ αυτούς που ποίηση δεν μπορούν να γράψουν χαρούμενοι. Όταν είμαι χαρούμενος, η χαρά και η ευτυχία είναι τόση, που δεν έχω χρόνο να κάνω αυτό. Αλλά η ποίηση με μένα δουλεύει ιαματικά όταν υπάρχουν προβλήματα ή εντάσεις ή οτιδήποτε άλλο που δεν είναι χαρά. Μπορώ να θυμηθώ λίγους ποιητές που έγραψαν χαρούμενοι.

Πόσο σημαντικό είναι για έναν καλλιτέχνη και ειδικά στις μέρες μας να είναι στρατευμένος;

Ξεκίνησα και είπα πριν ότι είμαι εδώ που είμαι σήμερα και μιλάω με αυτήν την ιδιότητα την Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, επειδή υπήρχε μια κοινωνικότητα μέσα στο σχολείο, δηλαδή προσέλαβα από πολύ μικρός τον αντίκτυπο, δηλαδή την ηχώ και την αντήχηση του γραπτού λόγου, υπήρχε μια ανταπόκριση. Βεβαίως στράτευση στην κοινωνικότητα, στην αποστολή της ποίησης, όχι στράτευση σε έναν κομματικό φορέα -στενά μιλώντας- δηλαδή, όχι κοινωνικοπολιτική στράτευση Α’ βαθμού, να είσαι στρατιώτης μιας κομματικής γραμμής και να γράφεις για το κόμμα ή την κομματική πολιτική. Είσαι στρατευμένος στην κοινωνικότητα, στη συλλογικότητα, στην αλληλεγγύη. Ο ποιητής δεν ζει σ’ ένα κρυστάλλινο πύργο, σ’ ένα απομονωμένο μέρος, είναι παράγοντας της κοινωνίας, ακόμα κι όταν είναι πολύ μακριά από την κοινωνία. Άπαξ και δημοσιεύσει μπαίνει στο παιχνίδι της κοινωνικότητας, μπαίνει στο στίβο της αλληλεγγύης, είναι στρατευμένος θέλοντας και μη μέσα στην κοινωνία. Στράτευση σημαίνει και κάτι άλλο: συνέπεια. Συνέπεια απέναντι στον κόσμο. Άλλο θέμα αν καμιά φορά ο ποιητής πάει μακριά και δεν τον καταλαβαίνει ο κόσμος, τότε κάτι γίνεται εκεί: ίσως ο κόσμος δεν έχει εκπαιδευτεί, αλλά και ο ποιητής πρέπει να έχει υπόψη του ότι πρέπει να υπάρχει μια αλληλεγγύη στην επικοινωνία, όχι να κάνει συμβάσεις, αλλά να μην είναι κρυπτικός ή τόσο πολύ μυστικοπαθής, να ανοίγει λίγο το νόημα προς τα έξω. Είναι μεγάλη υπόθεση αυτή.

Πόσο επηρέασε το επάγγελμά σας τη ζωή σας και ιδιαίτερα την ποίησή σας;

Πάρα πολύ. Εγώ θα έγραφα έτσι κι αλλιώς, αλλά ζώντας τα 29 χρόνια από τα 35 της θητείας μου σε 10 διαφορετικές πόλεις του κόσμου σε 5 ηπείρους ήταν επόμενο να έχω μια πιο σφαιρική άποψη για τα πράγματα. Το ότι αυτό με επηρέασε είναι γεγονός, τώρα αν ήταν για καλό ή για κακό, αν θα έγραφα καλύτερα ποιή-

ποιήματα στην Καλλιθέα ως δικηγόρος, δεν το ξέρω αυτό. Πάντως, ξέρω ότι μου άνοιξαν ορίζοντες, αλλά και μου ανέβασαν τον πήχη ταυτόχρονα. Και ζώντας μακριά από την Ελλάδα αναπτύσσεις μια ειδική σχέση με την πατρίδα σου, τη σχέση αυτή την κάνεις νοσταλγική, την κάνεις μελαγχολική, την ελέγχεις για να μη γίνει βάρος και της δίνεις μια θέση πολύ ψηλά και ταυτόχρονα ελέγχεις να μη σε πληγώνει, να μη γίνει η πατρίδα σου βάρος, επειδή λείπει, αλλά ανάγκη, χαρμόσυνη ανάγκη.

Ποια συναισθήματα πιστεύετε ότι μεταφέρετε μέσω των ποιημάτων σας στους αναγνώστες;

Από αυτά που ξέρω, από τους κριτικούς, από τις εντυπώσεις που έρχονται σε εμένα, νομίζω ότι αυτό που μεταδίδεται κατά κύριο λόγο είναι μια συμμετοχή στη διατήρηση της ταυτότητας σε διάφορα μέρη του κόσμου, όπου μπολιάζεται αυτή η ταυτότητα με άλλες ταυτότητες, χωρίς να χαθεί η ελληνικότητα. Αυτό που μεταφέρω είναι η κοσμοπολιτική αξία της γραφής μου. Μια ποίηση ολιστική.

Σας έχει βοηθήσει η ποίηση να ξεπεράσετε κάποιο σας πρόβλημα;

Με έχει βοηθήσει να ισορροπώ καλύτερα. Ο Ρίτσος, για παράδειγμα, που έγραφε δύο ή τρία ποιήματα τη μέρα, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς ποίηση, λέγοντας “γράφω, όπως αναπνέω”. Εγώ νιώθω καλύτερα όταν γράφω, γιατί είναι μια ψυχοσωματική λειτουργία. Πρόβλημα λύνει σε μικρό βαθμό, αλλά είναι αρκετός αυτός ο βαθμός για να νιώσεις καλύτερα.

Πώς έχει εξελιχτεί η ποίησή σας από την αρχή της μέχρι σήμερα;

Εξελίσσεται δεν σταματάει αυτή η διαδικασία. Στη δική μου περίπτωση από τότε που δημοσίευσα το πρώτο μου βιβλίο, το 1974, το οποίο κατασχέθηκε και κάηκε από τριμελές πλημμελειοδικείο της δικτατορίας, μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στη γραφή μου. Όσο περνάει ο καιρός έρχομαι πιο κοντά στο φυσικό περιβάλλον απ’ ότι παλιά, γράφω λιγότερα ερωτικά ποιήματα τώρα, αλλά πιστεύω ότι η πιο μεγάλη διαφορά είναι ότι υπάρχει μια ανάγκη όσο περνάει ο καιρός να κάνω αλλαγές. Δηλαδή, έχω περισσότερο το άγχος της επανάληψης τώρα, απ’ ότι το είχα μικρότερος, γιατί έχουν μαζευτεί τα βιβλία τώρα. Αυτό που κοιτάω τώρα είναι να μην υπάρχει επανάληψη των ποιημάτων.

Γράφετε κάποιο ποίημα αυτήν την περίοδο;

Έχω φέρει μαζί μου ένα, αν μου μείνει χρόνος μπορεί να το τελειώσω. Λέγεται «Αιάντειο Σαλαμίνα».

Πόσο καιρό σας παίρνει να γράψετε ένα ποίημα;

Άλλες φορές μέρες, άλλες φορές πολύ γρήγορα, άλλες φορές δεν μπορεί να βγει, εξαρτάται. Συνήθως γράφω γρήγορα. Όταν υπάρχει ποίημα, θα γραφτεί γρήγορα και θα μείνει εκεί. Όπως λένε οι Κινέζοι, “μην παρατηγανίζεις το ψάρι”… Το ποίημα άμα είναι καλό φαίνεται, σπαρταράει…

Γιατί διδασκόμαστε ποίηση στο σχολείο;

Θα απαντήσω με έναν πρόλογο. Ένα έθνος έχασε δυο φορές την πατρίδα του, ξεκληρίστηκε. Αυτό είναι το έθνος του Ισραήλ. Αλλά υπάρχει το Ισραήλ, είναι μέλος των Η.Ε., είναι γείτονές μας, έχουν γυρίσει στην πατρίδα τους που την έχασαν δυο φορές. Σώθηκαν μόνο γιατί διάβαζαν ένα ποιητικό βιβλίο, επέζησαν γιατί αγαπούσαν πολύ την ποίηση της Τορά, την πεντάτευχο. Αυτά τα πέντε ποιητικά βιβλία ήταν η πατρίδα τους. Εμείς ευτυχώς δεν χάσαμε την πατρίδα μας, πέρασαν οι πάντες από εδώ, αλλά έμειναν οι Έλληνες και μιλάμε σήμερα αυτήν τη γλώσσα, την ελληνική, που είναι ένα απόκτημα, ένα κληροδότημα της πατρίδας μας αιώνιο. Οι Έλληνες διατηρήθηκαν μέσα σ’ αυτή τη συνείδηση και μέσα από τη γλώσσα. Πάμε τώρα στην ποίηση. Εγώ είμαι οπαδός του ενιαίου λόγου. Ο ποιητικός και ο πεζός λόγος δεν είναι μακρινοί συγγενείς, είναι ξαδερφάκια, είναι δίπλα-δίπλα, και υπάρχουν ποιήματα που είναι πολύ βαρετά και υπάρχουν πανέμορφα πεζογραφήματα που είναι γεμάτα ποίηση, που έχουν καταπληκτικούς εσωτερικούς ρυθμούς, που έχουν μια μαγεία αποχρώσεων, καταπληκτικές περιγραφές και είναι πεζά, έχουν τον τίτλο, διήγημα, μυθιστόρημα, νουβέλα… Η ελληνική γλώσσα, λοιπόν, είναι εκ γενετής και ποιητική. Μαθαίνοντας, διαβάζοντας και σπουδάζοντας την ποίηση μαθαίνουμε καλύτερα εμάς. Δεν μας ενδιαφέρει να ξέρουμε καλύτερα εμάς; Η ποίηση είναι ταυτότητα των Ελλήνων, είναι κομμάτι της ταυτότητας των Ελλήνων. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει αυτή είναι η ιστορία μας, αυτά είναι τα εξ αντικειμένου πραγματικά στοιχεία. Γιατί η ποίηση έχει δύο πυλώνες, το χώρο της φαντασίας και το χώρο της πραγματικότητας. Δεν μπορείς να γράψεις μόνο φανταστικά ή μόνο πραγματικά, υπάρχει μια σύνδεση. Ο ποιητής είναι η γέφυρα, ο πρέσβης, ο διπλωμάτης, που φέρνει σε επαφή αυτούς τους δύο κόσμους, τον κόσμο της φαντασίας και τον κόσμο της πραγματικότητας˙ αυτό το μίγμα κάνει την ποίηση. Και αυτό το γράφουμε με ελληνικές λέξεις. Το ότι διασώθηκαν οι ελληνικές λέξεις μέσα στο χρόνο ανήκει μάλλον στα θαύματα του κόσμου, με τόσες δυσκολίες, με τόσες κατακτήσεις… Όλοι αποίκησαν την Ελλάδα, όλοι πέρασαν από εδώ, και έμεινε η γλώσσα, η οποία, βέβαια εξελίσσεται, αλλά δεν έχει χάσει την αλκή και την ομορφιά που έχει να εννοεί κάτι που είναι λογικό, όπως η λέξη “τέχνη” από το “τίκτω”, που είναι γέννημα. Δεν υπάρχει κάτι παράλογο στη γλώσσα μας ή βίαιο στην απόδοση των λέξεων, είναι αγκαλιασμένες οι έννοιες και οι λέξεις. Και για να εστιάσω στην ερώτηση, η ποίηση είναι το απαύγασμα της λειτουργικότητας της γλώσσας.

Κατά την άποψή σας πώς πρέπει να είναι ένα ποίημα για να είναι καλό;

Πρώτον το ποίημα δεν πρέπει να επαναλαμβάνει κάτι προηγούμενο του ποιητή ή ακόμα και άλλων, να μην επαναλαμβάνει ιδέες ή τρόπους έκφρασης άλλων είτε δικών του ποιημάτων είτε ποιημάτων τρίτων. Βέβαια, συγχωρείται για το “τρίτων”, γιατί δεν μπορεί να ξέρει τι έχουν γράψει όλοι οι ποιητές του κόσμου. Δεύτερον, να μην επαναλαμβάνει λέξεις ή στάσεις ζωής των ανθρώπων, του εαυτού μας και των άλλων, και να μην έχει τις αγαπημένες σου λέξεις μέσα. Εγώ, για παράδειγμα, δεν μπορώ να γράψω ξανά τη λέξη “γαλήνη” και “δικαιοσύνη”, γιατί τις έχω γράψει σε προηγούμενα βιβλία μου, δεν μπορώ να τις αναφέρω πάλι, είναι μεγάλες αφηρημένες έννοιες, πολύ σπουδαίες και προσπαθώ να τις αποφύγω, να μην ταυτιστώ με μία λέξη.

Ποιες είναι οι σημαντικές λέξεις για εσάς στην ποίησή σας;

Φιλί και νοσταλγία. Νοσταλγώντας μεγαλώνουμε το παρόν μας. Νοσταλγώντας ζώντας δηλαδή. Επίσης, και οι λέξεις δικαιοσύνη και ισότητα.

Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτόν τον καιρό;

Το «Γύρνα σπίτι άγγελέ μου», του Thomas Wolfe, ένα μυθιστόρημα σημαδιακό του 1935.

 

Ζένια Ρούσσου και Νάντια Παππά, μαθήτριες Γ΄ Γυμνασίου Μουσικού Σχολείου Πρέβεζας

Εφημερίδα “Στη Διαπασών”